-
1 σκέπασμα
A a covering,τῶν σ. ὑποπετάσματα μὲν ἄλλα, περικαλύμματα δὲ ἕτερα Pl.Plt. 279d
; of a cap or shoe, Id.Lg. 942d; of clothing generally, Arist.Pol. 1336a17; alsoὄνυχες σ. τῶν ἀκρωτηρίων εἰσίν Id.PA 687b24
; covering membrane, Id.GA 780b28; τὸ φύλλον περικαρπίου ς., in plants, Id.de An. 412b2;οἰκία σ. ἐκ πλίνθων καὶ λίθων Id.Metaph. 1043a32
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκέπασμα
-
2 ἐπισημαίνω
A mark, γράμματα Aen. Tact.31.3 ([voice] Med.):—[voice] Med., seal, μαρτυρίας τᾷ δαμοσίᾳ σφραγῖδι SIG l.c.:— [voice] Pass., to have a mark set on one, κἀπισημανθήσεται κείνου κεκλῆσθαι .2. of a disease, τῶν ἀκρωτηρίων ἀντίληψις αὐτοῦ ἐπεσήμαινεν the seizure of his extremities set a mark upon him, Th.2.49:—[voice] Pass., ἢν ἅπαξ ἐπισημανθῇ if once he has the mark of the disease upon him, Hp.Morb.Sacr.8.b. indicate as a symptom, πολλὰ τοῦνοσώδους Philostr.Gym.30
: as a weather-sign,αὐχμούς Id.Her.2.9
:—[voice] Pass., show symptoms of disease, Gal.14.661.II. indicate, c. acc. et inf.,ὁ θεὸς ἐπεσήμαινεν αὐτῷ ὅσιον εἶναι X.HG4.7.2
.III. intr., give signs, appear as a symptom in a case, Hp.Epid.1.18; ἄρθρονἐ. συντεταμένον Id.Art.30
; of puberty, show itself, Arist.GA 727a8, 728b24; of weather-signs, indicate a change of weather, Thphr.Sign. 10, etc.; of omens,τῷ Ῥώμῳ γῦπες ἐ. ἕξ D.H.1.86
, etc.;εἰς τὸ δημόσιον Paus.3.12.7
; of the gods, δαιμόνιον αὐτοῖς ἐ. D.S.19.103, cf. 5.3, Plu. Num.22, Sull.14: impers., ἐπισημαίνει symptoms appear, Arist.HA 572b32;ἐ. περὶ τοὺς μαστούς Id.GA 728b29
.IV. [voice] Med. ([tense] pf. [voice] Med. in act. sense, Phld.Mus.p.82 K., Ir.p.5 W., [tense] aor. [voice] Pass., Id.Rh.1.58S., al.), assign as a distinguishing mark,μίαν τινὰ φύσιν Pl.Phlb. 25a
, cf. Plt. 258c; distinguish,τί βούλομαι Id.Lg. 744a
; ἐάν τε ἰάσιμος ἐάν τεἀνίατος δοκῇ εἶναι Id.Grg. 526b
: abs., D.S.13.28; τοσοῦτον -σημηναμένους having added so much by way of explanation, Gal.17(1).800.2. signify, indicate, ὃ.. Ὅμηρος ἐπες. Pl.Lg. 681e; ἐ. ἐν τοῖς ὅρκοις ὅτι " οὐκ ἀδικήσω" Arist.Pol. 1310a11;τῷ μειδιάματι.. τὴν διαμαρτίαν Luc.Laps.1
; remark, " ὀρθῶς" Thphr.Char.2.4.3. set one's name and seal to a thing (in token of approbation), ἐπισημαίνεσθαι τὰςεὐθύνας D.18.250
: generally, applaud, signify approval, Isoc.12. 2, Aeschin.2.49, Men.Phasm.Fr.I, etc.: rarely in bad sense, disapprove, M.Ant.6.20, App.BC5.15; of a historian, Plb.2.61.1.4. distinguish by reward or punishments,ἐπισημαίνεσθαί τινα δώροις Id.6.39.6
;τοὺς μὲν χάρισι, τοὺς δὲ κολάσεσιν Id.Fr. 148
; τὰ καλὰ (Delos, ii B.C.), cf. 51.12 (Ptolemais, iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπισημαίνω
-
3 ἀντίληψις
II (from [voice] Med.) laying hold of in turn, reciprocation, Democr. ap. Arist.Fr. 208; of cultivated plants, giving a return, Thphr.CP3.6.6; of a vine laying hold by its tendrils, ib.2.18.2.2 = ἀντιλαβή, hold, support, X.Eq.5.7; of a bandage, Hp.Off.9;ἀντίληψιν βοηθείας ἔχειν D.S.1.30
; ἀ. διδόναι τινί give one a handle, Plu.2.966e;ἀ. παρέχειν Luc.Anach.2
.3 defence, succour, UPZ42.38(ii B.C.), PAmh.35.58 (ii B.C.), BGU1187.27 (i B.C.), LXXPs.21(22).20,al., 1 Ep.Cor.12.28, Iamb.Myst.7.3.5 objection, Pl.Phd. 87a, Sph. 241b, Hp.Ma. 287a, Plu.Alex. 18, Iamb.Myst.1.1, al.: in forensic oratory, plea of justification, Hermog.Stat.2, al., Syrian.in Hermog. 2p.79R.; discussion,θεολογικὴ ἀ. Iamb.Myst.1.8
.6 grasping with the mind, apprehension, Epicur.Fr. 250, Stoic.2.206, Diog.Oen.4;φυσικὴν -ψιν ποιεῖσθαί τινος D.S.3.15
; οὐκ ἐπιστρέφει τὴν ἀ. does not attract the attention, [Longin.] Rh.p.190H.; of sensuous perception, Stoic.2.230, Ti.Locr. 100b, Anon.in Tht.59.48, Phld.Herc.1003, Alex Aphr.in Top.91.5;ποιοτήτων Plu.2.625b
, cf. Metrod.1.7 of disease, seizure, attack,τῶν ἀκρωτηρίων Th.2.49
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντίληψις
См. также в других словарях:
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 … Dictionary of Greek
Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
Λέσβος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Λαπίθη από τη Θεσσαλία. Φέρεται ως ιδρυτής της πόλης Μυτιλήνης του επίσης ομώνυμού του νησιού του Αιγαίου. Ο Λ. παντρεύτηκε την Μήθυμνα, κόρη του τοπικού βασιλιά Μακαρέα. Ο σχετικός μύθος υποδηλώνει ότι οι… … Dictionary of Greek
Γέλα — Πόλη (79.058 κάτ. το 2000) της Ιταλίας, στη νότια Σικελία, που υπάγεται διοικητικά στον νομό Καλτανισέτα (2.101 τ. χλμ., 274.402 κάτ. το 2001). Είναι χτισμένη στη μεσογειακή ακτή, μεταξύ των ακρωτηρίων Σκαράμια και Σαντ’ Άντζελο, εκεί όπου η… … Dictionary of Greek
Ηρακλείου, νομός — Νομός (2.641 τ. χλμ., 578.251 κάτ.) της κεντρικής ανατολικής Κρήτης, που υπάγεται στην περιφέρεια Κρήτης. Συνορεύει στα Α με τον νομό Λασιθίου και στα Δ με τον νομό Ρεθύμνης. Στα Β βρέχεται από το Κρητικό πέλαγος και στα Ν από το Λιβυκό. Η… … Dictionary of Greek
Αργοστόλι — Πόλη, (9.037 κάτ.) του νομού Κεφαλληνίας, πρωτεύουσα του νομού και έδρα του ομώνυμου δήμου της Κεφαλονιάς. Η πόλη καταστράφηκε εντελώς στους σεισμούς του 1953 και ξαναχτίστηκε ολόκληρη, πιο σύγχρονη, αλλά χωρίς το παλαιό χαρακτηριστικό της χρώμα … Dictionary of Greek
Ικαρία — I Αρχαίος δήμος της Αττικής, τον οποίο έχτισε ο επώνυμος ήρωας και βασιλιάς Ικάριος ή Ίκαρος. Η θέση όπου βρισκόταν ο δήμος αυτός αποκαλύφθηκε στις ανασκαφές που διεξήγαγε το 1888 η Αμερικανική Αρχαιολογική Σχολή. Βρίσκεται στις βόρειες πλαγιές… … Dictionary of Greek
Αχαΐα — Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της βορειοδυτικής Πελοποννήσου και διοικητική διαίρεση (νομός) με πρωτεύουσα την Πάτρα, έκταση 3.209 τ. χλμ. (791 πεδινά, 462 ημιορεινά και 1.956 ορεινά) και πληθυσμό 322.789 κάτ.. Ο νομός συνορεύει στα Α με τον… … Dictionary of Greek
Ιωνόπολις — Αρχαία πόλη της βόρειας ακτής του Εύξεινου Πόντου, μεταξύ των ακρωτηρίων Ζεφυρίου και Αιγινήτη. Παλαιότερα ονομαζόταν Aβώνου Τείχος … Dictionary of Greek